Σε μία από τις πιο αρχαίες τεχνικές χτισίματος με γήινα υλικά, το cob, χρησιμοποιούνται τα χέρια και τα πόδια για να σχηματιστούν μάζες πηλού αναμεμιγμένου με άμμο και άχυρο οι οποίες τοποθετούνται η μία πάνω στην άλλη.
Η λέξη προέρχεται από τα Αγγλικά και σημαίνει σβώλος. Έχοντας μια προϊστορία χιλιάδων χρόνων, το cob χρησιμοποιούταν μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα στην Αγγλία, σε σπίτια ηλικίας έως και 500 ετών που στέκονται ακόμη. Η αναγέννηση του cob ξεκίνησε στην Αμερική, όπου απολαμβάνει μια συνεχώς αυξανόμενη δημοσιότητα όχι μόνο λόγω των παραπάνω αναφερομένων πλεονεκτημάτων αλλά και λόγω της δυνατότητας που προσφέρει στον ιδιοκτήτη - κατασκευαστή να αποφύγει τα τεράστια οικονομικά φορτία και τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η αγορά κατοικίας.
Η αντοχή του cob σε μια μεγάλη γκάμα καιρικών συνθηκών καθιστά τα κτίσματα που χτίζονται έτσι άνετα και βιώσιμα σε πάρα πολλά μέρη της γης, απ' τα πλέον κρύα μέρη έως και τις καυτές ερήμους. Το cob χρησιμοποιήθηκε επί χιλιετίες επιτυχώς ακόμη και στις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες των βρετανικών ακτών στο ύψος των Αλεούτιων νήσων. Χιλιάδες άνετα και γραφικά σπίτια από cob στην Αγγλία κατοικούνται συνέχεια εδώ και αιώνες, έχοντας μάλιστα και πολύ μεγάλη τρέχουσα εμπορική αξία. Πλεονεκτήματά του αποτελούν η στιβαρότητα της κατασκευής, η απλότητα των εργαλείων και η μεγάλη ελευθερία που προσφέρει στον σχεδιασμό. Εφόσον δεν απαιτούνται ορθογώνιες φόρμες ή καλούπια, το ίδιο το υλικό οδηγεί στη δημιουργία οργανικών σχημάτων: καμπύλοι τοίχοι, θόλοι και αψίδες. Στις δε αδυναμίες του συγκαταλέγεται ο μεγάλος χρόνος αποπεράτωσης της κατασκευής.